- σολαρία
- η, Ν [σόλος](στο παιχνίδι τής πρέφας) το σόλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σόλο — το, Ν 1. α) σύνολο ή μέρος μουσικής σύνθεσης για φωνή ή για όργανο, που είναι γραμμένο για έναν και εκτελείται ή ερμηνεύεται από έναν μόνο εκτελεστή ή ερμηνευτή («σόλο βιολί») β) (ειδικά) μονωδία 2. αυτοσχεδιασμός ποικίλης έκτασης που αναπτύσσει… … Dictionary of Greek
Φράνκι, Ραφαέλο — (Franchi, Φλωρεντία 1899 – 1949). Ιταλός συγγραφέας και ποιητής. Ανήκε στον καλλιτεχνικό κύκλο της Φλωρεντίας Σολάρια. Το ύφος του κλίνει προς τον εσωτερισμό, εκφράζοντας διάφορα θέματα και καταστάσεις σε πολλές ποιητικές συλλογές (Το ποταμάκι,… … Dictionary of Greek